- τελώνῃ
- τελώνηςfarmermasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τελώνη και Φαρισαίου Κυριακή — Ονομασία η οποία δόθηκε από την Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία στην Κυριακή με την οποία αρχίζει το λεγόμενο Τριώδιο και η οποία αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, προοίμιο της Σαρακοστής. Η ονομασία οφείλεται στο γεγονός, ότι την Κυριακή αυτή διαβάζεται… … Dictionary of Greek
τελώνηι — τελώνῃ , τελώνης farmer masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελώνης — ο, ΝΜΑ 1. (στην ΚΔ) άνθρωπος αμαρτωλός, άδικος και εκβιαστής («οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι τὸ αυτὸ ποιοῡσι;», ΚΔ) 2. φρ. «η Κυριακή τού Τελώνη και τού Φαρισαίου» εκκλ. η πρώτη Κυριακή τού Τριωδίου, κατά την οποία αναγιγνώσκεται στους ναούς η ευαγγελική… … Dictionary of Greek
τριώδιο — Εκκλησιαστικό λειτουργικό βιβλίο, που περιέχει τις ακολουθίες των λειτουργιών από την Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου έως το Μεγάλο Σάββατο. Ονομάστηκε έτσι, επειδή στις καθημερινές ακολουθίες του όρθρου, ο κανόνας αυτός, αντί των… … Dictionary of Greek
δασμός — Έμμεσος φόρος που μπορεί να επιβληθεί στα εμπορεύματα, τα οποία μεταφέρονται από χώρα σε χώρα, όταν περνούν την τελωνειακή γραμμή. Ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκεται με τους δ., γίνεται διάκριση μεταξύ δημοσιονομικών δ. και οικονομικών ή… … Dictionary of Greek
ονοματολάτρες — Αίρεση που αναπτύχθηκε το 1913 στο ρωσικό μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα στο Άγιον Όρος. Ο εκεί μοναχός Ιλαρίων έγραψε θεολογικό σύγγραμμα με τον τίτλο Εις τα όρη του Καυκάσου. Στο σύγγραμμα αυτό υποστήριζε ότι το όνομα του θεού πρέπει να… … Dictionary of Greek
τελωνία — και τελωνεία, ἡ, Α [τελώνης] 1. η εκμίσθωση τών δημόσιων προσόδων 2. το αξίωμα τού τελώνη 3. μτφ. υπερβολική χρέωση … Dictionary of Greek
Αλφαίος — I Δύο βιβλικά πρόσωπα. Με το όνομα αυτό αναφέρονται στα Ευαγγέλια και στις Πράξεις δύο πρόσωπα: o πατέρας του τελώνη και κατοπινού Αποστόλου και Ευαγγελιστή Ματθαίου, και o πατέρας του Αποστόλου Ιάκωβου. Για τον τελευταίο υπάρχει εκδοχή σύμφωνα… … Dictionary of Greek
κουμμερκιάριος — Βυζαντινή ονομασία του τελώνη και γενικά του εισπράκτορα φόρων … Dictionary of Greek
Ματθαίος — I (ο ευαγγελιστής, 1ος αι. μ.Χ.). Ένας από τους δώδεκα αποστόλους του Ιησού. Παρότι δεν υπάρχουν ασφαλείς ιστορικές πληροφορίες για τη ζωή του, εικάζεται ότι καταγόταν από τη Γαλιλαία και προερχόταν από εύπορη οικογένεια, καθώς και ότι ασκούσε το … Dictionary of Greek